ξεματιάζω

ξεματιάζω
1. (σχετικά με κουκιά) αφαιρώ το άνω ακραίο τμήμα τού φλοιού
2. απαλλάσσω κάποιον από τη βασκανία
3. μέσ. ξεματιάζομαι
α) παύω να είμαι ματιασμένος
β) κοιτάζω κάτι με έντονη προσοχή και για πολλή ώρα («ξεματιάστηκε να βλέπει τηλεόραση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + ματιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεματιάζω — ξεματιάζω, ξεμάτιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξάδω — ἐξᾴδω (Α) [ᾴδω] ψάλλω, τραγουδώ αρχ. 1. (για κύκνο) τραγουδώ το τελευταίο μου τραγούδι 2. (για χορό τραγωδίας) τραγουδώ την έξοδο 3. διώχνω κάτι με τραγούδια, ξεματιάζω («οὕτω... ἐξᾴδοντες καὶ τὰ φάσματα», Λουκιαν.) 4. διηγούμαι τραγουδώντας… …   Dictionary of Greek

  • εξομματώ — ἐξομματῶ, όω (Α) 1. κάνω κάποιον να δει, τού ανοίγω τα μάτια 2. διασαφώ 3. τυφλώνω, βγάζω τα μάτια 4. ξεματιάζω τα κουκιά, αφαιρώ τη σκληρή μαύρη ουλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομματώ (< όμμα)] …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεβασκαίνω — και ξεβασκάνω και ξαβασκαίνω απαλλάσσω κάποιον με προσευχές ή μαγικά λόγια από τη βασκανία, ξεματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βασκαίνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεμάτιασμα — το [ξεματιάζω] 1. αφαίρεση τού άνω ακραίου τμήματος τού φλοιού τών κουκιών 2. απαλλαγή από τη βασκανία …   Dictionary of Greek

  • ξεβασκαίνω — ξεβάσκανα, ξεβασκάθηκα, ξαβασκαμένος, αφαιρώ το βάσκαμα από κάποιον, ξεματιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”